1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Ιστορική στροφή με αυξήσεις επιτοκίων

9 Ιουνίου 2022

Μετά από έντεκα χρόνια το επιτόκιο στην ευρωζώνη αυξάνεται κατά 0,25% τον Ιούλιο. Πιθανή νέα αύξηση τον Σεπτέμβριο. Άνοδος στις αποδόσεις ομολόγων της ευρωζώνης.

https://p.dw.com/p/4CUcc
Η ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη
Η νέα έδρα της ΕΚΤ στη ΦρανκφούρτηΕικόνα: Florian Gaul/greatif/picture alliance

Τέλος εποχής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ): Μετά από έντεκα χρόνια «φθηνού χρήματος» τα επιτόκια θα αυξηθούν κατά 0,25% από τον Ιούλιο, όπως ανακοίνωσε την Πέμπτη το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας μετά τη συνεδρίασή του για θέματα νομισματικής πολιτικής στο Άμστερνταμ. Με αυτόν τον τρόπο οι θεματοφύλακες του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος επιχειρούν να υψώσουν ανάχωμα στη συνεχή άνοδο του πληθωρισμού, που, σύμφωνα με τα στοιχεία του Μαίου, φτάνει πλέον το 8,1% στην ευρωζώνη σε ετήσια βάση, έναντι 7,4% τον Απρίλιο.

Σε ανακοίνωση που εξέδωσε την Πέμπτη η ΕΚΤ αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για μία ακόμη αύξηση επιτοκίων από τον Σεπτέμβριο, η οποία μάλιστα μπορεί να είναι μεγαλύτερη από 0,25%. Φαίνεται ότι η Τράπεζα της Φρανκφούρτης θα περιμένει να αξιολογήσει περαιτέρω στοιχεία για την οικονομική ανάπτυξη και την αγορά εργασίας στην ευρωζώνη, πριν προχωρήσει σε πιο ριζοσπαστικές αποφάσεις. Παράλληλα, η ΕΚΤ ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι τερματίζει τις παρεμβάσεις της στα πλαίσια του έκτακτου προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων (APP) από την 1η Ιουλίου.

«Καθυστερεί η ΕΚΤ»

ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ
Η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ ανακοινώνει την αύξηση επιτοκίωνΕικόνα: John Thys/AFP

Στη Γερμανία πάντως οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι η ΕΚΤ έχει ήδη αργήσει να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό. «Οι κίνδυνοι στη νομισματική πολιτική αυξάνονται αδικαιολόγητα με την απόφαση της ΕΚΤ να μην ανεβάσει αμέσως τα επιτόκια, αλλά να αναβάλει την αύξηση για τους επόμενους μήνες», λέει ο Στέφαν Κόοθς, στέλεχος του Ινστιτούτου της Παγκόσμιας Οικονομίας του Κιέλου, στο Reuters, για να συμπληρώσει ότι «τα βήματα που ανακοινώθηκαν ήταν μία αναγκαία αρχή, αλλά τίποτα παραπάνω. Πρέπει να ακολουθήσουν περαιτέρω βήματα για την εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής, γιατί πλέον διακυβεύεται η αξιοπιστία της τράπεζας».

Για τον Γιούργκεν Κρέμερ, επικεφαλής οικονομολόγο της Commerzbank, «η ΕΚΤ διατρέχει κίνδυνο, με τη διστακτική τακτική που ακολουθεί, να παγιωθούν οι πληθωριστικές προσδοκίες. Για να αποφευχθεί αυτό, θα πρέπει, το αργότερο στην επόμενη συνεδρίασή της, τον Ιούλιο, να ανεβάσει τα επιτόκια κατά 0,5%. Μικρές αυξήσεις της τάξεως του 0,25% δεν μπορούν να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό». «Η τακτική της ΕΚΤ παραμένει υπερβολικά διστακτική», σημειώνει και ο πρόεδρος της Ένωσης Γερμανικών Τραπεζών, Κρίστιαν Όσιγκ. Από την άλλη πλευρά ο αναλυτής της οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt, Γιαν Μάλιεν, εκτιμά ότι «με τη σημερινή απόφαση η ΕΚΤ κάνει ένα βήμα πιο πέρα απ' ότι αναμενόταν. Οι περισσότεροι ειδικοί ούτως ή άλλως ανέμεναν το τέλος της αγοράς ομολόγων και μία αύξηση επιτοκίου τον Ιούλιο. Η εξαγγελία για περαιτέρω και μάλιστα μεγαλύτερη αύξηση τον Σεπτέμβριο μάλλον αποτελεί έκπληξη».

Προβληματισμός για την Ελλάδα και άλλες μεσογειακές χώρες

Ομόλογα στην ευρωζώνη
Αυξάνονται οι αποδόσεις των ομολόγων της ευρωζώνηςΕικόνα: picture alliance/dpa/J. Büttner

Μετά την ανακοίνωση της ΕΚΤ άρχισαν να αυξάνονται αισθητά οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων στην ευρωζώνη. Για το ισπανικό, αλλά και για το γερμανικό δεκαετές ομόλογο οι αποδόσεις έφτασαν στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων οκτώ ετών (2,62% και 1,47% αντίστοιχα). Η απόδοση του ιταλικού ομολόγου ξεπέρασε το 3,6%, ενώ το ελληνικό δεκαετές ομόλογο εκτοξεύθηκε στο 4,1%.

Στην ιστοσελίδα του Tagesschau.de το πρώτο κανάλι της γερμανικής τηλεόρασης (ARD) επισημαίνει ότι «με την άνοδο των επιτοκίων γίνεται πιο ακριβή η ανάληψη χρέους, ιδιαίτερα για τους κρατικούς προϋπολογισμούς υπερχρεωμένων χωρών, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία».Αλλά ακόμη και στη Γερμανία εκφράζεται ανησυχία για επιπλέον οικονομική επιβάρυνση στους οφειλέτες στεγαστικών δανείων, ανάλογα βέβαια και με τη συμφωνία που έχουν κάνει (σταθερό ή κυμαινόμενο επιτόκιο). Ιδιαίτερα έντονη θα είναι η επιβάρυνση για όσους έχουν λάβει καταναλωτικά δάνεια. Ο αριθμός τους στη Γερμανία υπολογίζεται σε έξι εκατομμύρια οφειλέτες.

Γιάννης Παπαδημητρίου